Αποψυχικοποίηση[1] των συναισθημάτων
Hermann Schmitz
[μετάφραση, επιμέλεια: Παύλος Ζαρογιάννης[2], Michael Seibel[3], Nικόλαος Κυπριωτάκης[4]]
Το παρόν άρθρο αποτελεί μετάφραση στα Ελληνικά του άρθρου:
Entseelung der Gefühle[5], in: Kerstin Andermann/Undine Eberlein (Hg.), Gefühle als Atmosphären. Neue Phänomenologie und philosophische Emotionsforschung (Deutsche Zeitschrift für Philosophie, Sonderheft 29), Berlin 2011, S. 21-33
Εισαγωγικό σημείωμα:
Ο Hermann Schmitz είναι φαινομενολόγος φιλόσοφος, θεμελειωτής, εννοιολογικά και θεματικά, της Νέας Φαινομενολογίας (New Phenomenology, Neue Phänomenologie) όπως την ονομάζει. Κύριος στόχος της φιλοσοφίας του, όπως μπορούμε να δούμε και από το παρόν άρθρο, είναι η ανάλυση των ελλειμμάτων του συστήματος σκέψης που έχει ήδη καθιερωθεί στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και που έχει χαρακτηρίσει την ευρωπαϊκή (και τη δυτική) πνευματική κουλτούρα μέχρι σήμερα. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του καθιερωμένου φιλοσοφικού παραδείγματος αποτελεί το «δόγμα του εσωτερικού κόσμου» (Innenweltdogma), όπως το αποκαλεί. Τον ενδιαφέρει να προσφέρει ένα σύστημα φιλοσοφικής σκέψης το οποίο να είναι βαθύτερα αγκιστρωμένο, με τρόπο συστηματικό, στην ανθρώπινη εμπειρία της ζωής. Το βιωμένο-σώμα (felt-body, Leib) είναι ένα από τα κύρια θέματα της φιλοσοφίας του. Αν και το θέμα αυτό είναι σημαντικό επίσης εντός της παραδοσιακής φαινομενολογίας, η ανάλυσή του ωστόσο από τον Hermann Schmitz θέτει την ανάπτυξή του σε ένα νέο επίπεδο. Με έννοιες όπως αυτή της απόλυτης τοπικότητας ή του αρχέγονου παρόντος (που αποκαλύπτεται, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις εντονότατου φόβου ή οξύτατου πόνου), αλλά κυρίως αυτής των συναισθημάτων ως ατμόσφαιρες, προσφέρει μια νέα ανάλυση-αντίληψη περί σωματικότητας (corporeality, Leiblichkeit) και γόνιμο έδαφος για τομείς όπως αυτοί της ιατρικής και της ψυχολογίας / ψυχοθεραπείας, της αρχιτεκτονικής, κ.λπ.
Ο Hermann Schmitz γεννήθηκε το 1928. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1955. Από το 1971 μέχρι την αποχώρησή του το 1993, ήταν Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Kiel. Το έργο του περιλαμβάνει σήμερα πάνω από 40 βιβλία και 150 δοκίμια σε περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Το δεκάτομο έργο του Σύστημα Φιλοσοφίας (System der Philosophie), εκτείνεται σε 5000 σελίδες, και δημοσιεύτηκε μεταξύ του 1964 και του 1980.
Επισκεφθείτε τον ιστότοπο της Εταιρείας για τη Νέα Φαινομενολογία (Society for the New Phenomenology, Gesellschaft für Neue Phänomenologie) στον σύνδεσμο: https://www.gnp-online.de/ .
Η θέση μου ως προς την εννοιολόγηση των συναισθημάτων, ότι αυτά είναι χωρικά διαχεόμενες ατμόσφαιρες που κατακυριεύουν το ζωντανό σώμα (Leib)[6], εξαρτάται από μια επανάσταση της ανθρωπολογίας, μέσα από την οποία θέλω να αντικαταστήσω την κυρίαρχη άποψη της ανθρώπινης αυτοκατανόησης η οποία δεσπόζει στην ευρωπαϊκή διανόηση από τον Δημόκριτο και τον Πλάτωνα, με μια άλλη. Αν κάποιος συμμετέχει σ’ αυτήν την επανάσταση, τότε αυτή η νέα θεώρηση των συναισθημάτων έρχεται εύκολα και φυσικά. Διαφορετικά παραμένει ανοίκεια. Η εκ μέρους μου αντιμαχόμενη κυρίαρχη άποψη υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Το θέμα εδώ δεν είναι η λέξη «ψυχή». Η κριτική παραμένει, όταν αυτή η λέξη αντικατασταθεί από λέξεις όπως «πνεύμα», «mens»[7], «mind»[8], ή από την αντίληψη για την συνείδηση ως της εστίας των καταστάσεων της ψυχής, οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές με μια εσωτερική αίσθηση μέσω ενδοσκόπησης· μια αντίληψη που έχει γίνει κοινός τόπος από τους Descartes, Locke, Kant, James, Husserl, Sartre μέχρι όλους τους επιγόνους τους. Αυτός ο τρόπος αντίληψης βασίζεται στο παράδειγμα της ανθρώπινης κατανόησης του εαυτού και του κόσμου που εισήχθη στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. το οποίο αποκαλώ ψυχολογιστική-αναγωγιστική-εσωτεριστική[9] αντικειμενικοποίηση και το οποίο χαρακτηρίζω ως ακολούθως: Ο κόσμος της εμπειρίας τεμαχίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε ενσυνείδητο υποκείμενο να αποδίδεται ένας ιδιωτικός εσωτερικός κόσμος, μέσα στον οποίο περικλείεται το συνολικό του βίωμα, ο οποίος αρχικά ονομάζεται «ψυχή». Ο ανάμεσα στις ψυχές παραμένων εξωτερικός κόσμος λειαίνεται μέχρι να απομείνουν χαρακτηριστικά μερικών ειδών, τα οποία είναι ιδεωδώς κατάλληλα για στατιστική και πειράματα λόγω της διατμηματικής και διυποκειμενικής τους αναγνωρισιμότητας, μετρησιμότητας και επιλεκτικής μεταβλητότητας. Τα υπολείμματα αυτής της λείανσης είτε τοποθετούνται ρητά στις ψυχές – όπως για παράδειγμα στην περίπτωση συγκεκριμένων αισθητηριακών ποιοτήτων – είτε αγνοούνται. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, αυτά καταλήγουν σχεδόν απαρατήρητα στις ψυχές. Σ’ αυτά τα υπολείμματα ανήκουν τα συναισθήματα, επιπλέον το ζωντανό σώμα και η ενσώματη (leiblich) επικοινωνία (π.χ. ανταλλαγή βλεμμάτων), οι με σημασία καταστάσεις και μαζί με αυτές οι σημαντικές εντυπώσεις, τα οιονεί-πράγματα[10] με μη-διακοπτόμενη διάρκεια και σύμπτωση αιτίας και αποτελέσματος σε απλή διμερή αιτιότητα, καθώς και οι χωρίς επιφάνεια χώροι με τις καταλήψεις τους (π.χ. από αέρα και καιρό). Το μεγαλύτερο μέρος της ακούσιας εμπειρίας της ζωής χάνεται από το βλέμμα της κατανοούσας προσοχής.
Η ψυχολογιστική-αναγωγιστική-εσωτεριστική αντικειμενικοποίηση με το συνακόλουθο ανθρωπολογικό της δόγμα περί ψυχής και σώματος αποτυγχάνει επειδή η σχέση του ενσυνείδητου υποκειμένου με τον ιδιωτικό εσωτερικό του κόσμο δεν μπορεί να προσδιοριστεί ικανοποιητικά, αν και προσφέρεται για τον λόγο αυτό πλήθος υποθέσεων. Κάποιοι, όπως ο Hume και ο Mach, εκλαμβάνουν το ενσυνείδητο υποκείμενο ως μια δέσμη ψυχικών καταστάσεων, π.χ. αντιλήψεων ή αισθήσεων. Αυτό μπορεί να το πιστεύει κάποιος, όσο κάθεται στην καρέκλα του γραφείου του. Όταν τα πράγματα σοβαρέψουν, όταν π.χ. κάποιος καίγεται ή βασανίζεται από μια οξεία αίσθηση ντροπής, καταλαβαίνει αμέσως πως υποφέρει ο ίδιος και πως δεν πρόκειται για μια δέσμη αντιλήψεων που υφίστανται ορισμένες αλλαγές. Ο Πλάτων ταυτοποιεί τον καθένα με την ψυχή του (1960, 959 a.b). Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως ο καθένας είναι βασικά ο υπερανθρώπινος νους του, το καλύτερο και κυρίαρχο σ’ αυτόν (2004, 1178 a 2–4). Οι Kant (1971, 270) και Husserl (1913, 160 και 109) προϋποθέτουν ένα υποκείμενο, το οποίο σύμφωνα με τον Husserl είναι «καθαρό Εγώ και τίποτα άλλο» και το οποίο προηγείται από κάθε τι που μπορεί να παρατηρηθεί στην ψυχή ή το σώμα. Η νεότερη πρόταση με το σλόγκαν «Είμαι ο εγκέφαλος μου» έρχεται από την πρωτοπορία των υλιστών νευροεπιστημόνων. Κάθε μια από αυτές τις αυτο-ερμηνείες είναι αυτή καθ’ εαυτή αρκετά αδύναμη, αλλά όλες μοιράζονται ένα θεμελιώδες λάθος: έρχονται πολύ αργά. Είναι δηλαδή προσφορές στο ενσυνείδητο υποκείμενο να εκλάβει κάτι ως δικό του. Μια αυτοσυνειδητότητα αυτού του τύπου την χαρακτηρίζω ως αυτοπροσδιορισμό. Σ’ αυτόν βασίζονται οι ειδικές προσωπικές ικανότητες να λογοδοτεί κάποιος για τον εαυτό του, να βρίσκει την θέση του, να αναλαμβάνει ευθύνη κ.λπ. Γι’ αυτό ορίζω το πρόσωπο προς το οποίο αναπτύσσεται ένας φυσιολογικός, υγιής άνθρωπος μετά την βρεφική ηλικία, ως ένα ενσυνείδητο υποκείμενο με ικανότητα αυτοπροσδιορισμού. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι μια ταυτοποίηση του ενσυνείδητου υποκειμένου με κάτι που εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μια οριστική περιγραφή αποδίδοντας έναν ξεκάθαρο χαρακτηρισμό στο ενσυνείδητο υποκείμενο. Αυτός όμως ο ξεκάθαρος χαρακτηρισμός διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους χαρακτηρισμούς ως προς μια παράξενη ανεπάρκεια. Μέσα από κάθε χαρακτηρισμό, που δεν είναι αυτοπροσδιορισμός, μπορεί κανείς να γνωρίσει το περιγραφέν αντικείμενο, να γνωρίσει π.χ. το προτεινόμενο δωμάτιο ξενοδοχείου για να περάσει κανείς την νύχτα μέσα από πληροφορίες για την πόλη, την οδό, τον αριθμό, τον όροφο και τον αριθμό του δωματίου. Μόνο στην περίπτωση του αυτοπροσδιορισμού το αναφερόμενο της ταυτοποίησης (αυτό με το οποίο κάτι ταυτίζεται) πρέπει να είναι γνωστό ήδη πριν από την ταυτοποίηση. Διαφορετικά, για παράδειγμα, στην περίπτωση μου, το αποτέλεσμα θα ήταν μια σταδιακή πρόοδος σε συνεχώς νέους προσδιορισμούς, π.χ. από έναν άνδρα που γεννήθηκε στην Λειψία το 1928, σε έναν επίτιμο καθηγητή φιλοσοφίας, κάθε φορά με επαρκείς προσθήκες για οριστική περιγραφή. Ποτέ δεν θα έβγαινε το αποτέλεσμα πως είμαι Εγώ ακριβώς αυτό το άτομο, διότι αφενός σε όλους τους κατάλληλους προσδιορισμούς για τον Hermann Schmitz, και αφετέρου για τον Μέγα Αλέξανδρο ή για οιονδήποτε άλλο, δεν εμπεριέχεται τίποτα που θα μπορούσε να υποδεικνύει πως είμαι π.χ. ο Hermann Schmitz και όχι ο Μέγας Αλέξανδρος. Προκειμένου να το ξέρω αυτό πρέπει ήδη να με έχω γνωρίσει πριν από κάθε ταυτοποίηση. Στην συνέχεια μπορώ να με εντάξω, βασιζόμενος στις εμπειρίες που έχω και στους ακόλουθους αναστοχασμούς μου πάνω στις συνθήκες σχετικά με την θέση που μου ανήκει στον κόσμο, σ’ αυτήν την περίπτωση στην θέση του Hermann Schmitz. Εάν εδώ κάνω λάθος, π.χ. επειδή ονειρεύομαι ή εξαιτίας μιας παραίσθησης, τότε αυτό με το οποίο ταυτίζομαι είναι θεμελιωδώς στρεβλό. Δεν αλλάζει τίποτα όμως σ’ αυτό με το οποίο το ταυτίζω, δηλαδή ότι πρόκειται για μένα. Επειδή την γνωριμία με αυτό το πράγμα την φέρνω ήδη στην ταυτοποίηση και την διατηρώ καθ’ όλην την έκταση όλων των αυτοπροσδιορισμών.
Έτσι ο αυτοπροσδιορισμός είναι δυνατός μόνο όταν βασίζεται σε μια αυτοσυνειδησία χωρίς ταυτοποίηση. Και αυτή η αυτοσυνειδησία υπάρχει πραγματικά στην μορφή της αισθηματικής[11] επήρειας. Όταν για παράδειγμα πονάω, ξέρω άμεσα πως υποφέρω, χωρίς να πρέπει να βρω κάποιον που βασανίζεται, ώστε να τον ταυτίσω με μένα. Επιπλέον, υπάρχουν καταστάσεις που προκαλούν σοκ με αυξημένη ή περιορισμένη κινητικότητα στις οποίες το ενσυνείδητο υποκείμενο δεν έχει πρόσβαση στον ίδιο του τον εαυτό ούτε ως αντικείμενο, ούτε ως αναφερόμενο μιας ταυτοποίησης, που όμως στην ένταση της διέγερσης ή της πνευματικής σύγχυσης νιώθει ευκρινώς τον εαυτό του – καταστάσεις όπως έξαλλη οργή, φόβος σε κατάσταση πανικού, μαζική έκσταση, αφοσιωμένος αγώνας στην έξαψη της στιγμής, καταβύθιση σε μελαγχολία. Μια τέτοια αυτοσυνειδητότητα χωρίς αυτοπροσδιορισμό είναι δυνατή μέσα από τα υποκειμενικά δεδομένα που προσιδιάζουν στην αισθηματική επίδραση, και τα οποία στην απλή τους γεγονικότητα[12] εμπεριέχουν ήδη αναφορά στον ίδιο τον εαυτό, έτσι όπως αυτή αντιστοιχεί στον καθένα. Ως αποτέλεσμα τα υποκειμενικά δεδομένα μπορούν να εκφραστούν το πολύ από ένα άτομο ως δικά του. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με αντικειμενικά ή ουδέτερα δεδομένα που μπορούν να εκφραστούν από τον κάθε έναν, από την στιγμή που γνωρίζει αρκετά και μπορεί να μιλήσει επαρκώς. Τα για κάποιον υποκειμενικά δεδομένα είναι ως προς αυτήν την υποκειμενικότητα πλουσιότερα, απ’ ό,τι τα πιο χλωμά και ουδέτερα, τα οποία προκύπτουν από την αποφλοίωση ή το υπόλειμμα της υποκειμενικότητας. Όταν, για παράδειγμα, λέω σοβαρά «είμαι λυπημένος», μέσα σ’ αυτό ενυπάρχουν πολλά περισσότερα απ’ ό,τι μέσα στο ότι ο Hermann Schmitz, άσχετα από το γεγονός ότι είμαι αυτός, είναι λυπημένος· περισσότερα, όπως δηλαδή η βασική κατακυρίευση, η ένταση της προσωπικής εμπλοκής, αν και τα δύο αυτά γεγονότα συμφωνούν πλήρως ως προς το περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα της αυτονόητης κατακυρίευσης που εμπεριέχεται στην λύπη. Η διαφορά δεν αφορά λοιπόν στο περιεχόμενο, αλλά την γεγονικότητα, η οποία είναι πλουσιότερη στα υποκειμενικά γεγονότα απ’ ό,τι στα χλωμότερα αντικειμενικά. Επίσης, η διαφορά δεν βρίσκεται σε έναν απλά ιδιωτικό, εσωτερικό τρόπο αναπαράστασης σε αντίθεση με έναν εξωτερικό τρόπο αντικειμενικών γεγονότων. Αυτό φαίνεται από το ότι και μπροστά σε άλλους η λέξη «Εγώ», καθώς και τα αντίστοιχά της, κατά την παρουσίαση γεγονότων αισθηματικής επήρειας δεν μπορεί να χρησιμεύσει απλά ως αντωνυμία, που μπορεί να αντικατασταθεί ισοδύναμα με ένα κύριο όνομα, όπως στις περιγραφές ουδέτερων γεγονότων. Παραδείγματα είναι η ερωτική εξομολόγηση, η εξομολόγηση αμαρτιών και η κραυγή βοηθείας. «Ο Γιώργος Ιωάννου σ’ αγαπάει», «ο Γιώργος Ιωάννου έχει αμαρτάνει», «Βοήθεια, ο Γιώργος Ιωάννου πνίγεται»: Αυτές οι προτάσεις υπολείπονται των εκφράσεων που θα ήταν κατάλληλες της κατάστασης: «Σ’ αγαπάω», «Έχω αμαρτάνει», «Βοήθεια, πνίγομαι».
Τα δεδομένα της αισθηματικής επήρειας εμπεριέχουν λοιπόν μια αυτοσυνειδησία πρότερη οιασδήποτε ταυτοποίησης και οιουδήποτε αυτοπροσδιορισμού, επειδή ήδη στην απλή γεγονικότητα τους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ακόμη το περιεχόμενό τους, εμπεριέχεται για το συνειδητό υποκείμενο η υποκειμενικότητα μιας αυτο-αναφοράς (Meinhaftigkeit), όπως την αποκάλεσε ο Kurt Schneider (1950, 130). Αυτό είναι δυνατόν μόνο, όταν στην αισθηματική επήρεια το συνειδητό υποκείμενο έχει αυτεπίγνωση χωρίς ταυτοποίηση. Μια τέτοια περίσταση αυτεπίγνωσης αποτελεί η ξαφνική επίδραση που συνοδεύει μια νέα εμπειρία, η οποία διαρρηγνύει την διάρκεια και εκθέτει το παρόν, όπως για παράδειγμα στον τρόμο, στο δυνατό τράνταγμα, σε ξαφνικά εμφανιζόμενο πόνο, ή όταν κάποιος κυριολεκτικά ή μεταφορικά έχει μείνει έκπληκτος ή χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Τότε ο προσανατολισμός, ο συντονισμός, η γνώση ακυρώνονται από μια εμπειρία συστολής που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής, στην οποία όμως η αυτο-αναφορά, η αίσθηση ότι κάτι επιδρά σε μένα, παραμένει και συμπίπτει με την συστολή, η οποία δεν είναι παρά μόνο αυτή καθ’ εαυτή σε απόλυτη ταύτιση χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μιλάω για αρχέγονο παρόν στο οποίο συνενώνονται οι πέντε στιγμές εδώ, τώρα, είναι, αυτό, εγώ. Ο συγχρονισμός αυτών των στοιχείων καθιστά περιττή την γεφύρωση μέσω μιας ταυτοποίησης που θα οδηγούσε από έναν αναφέροντα σε ένα αναφερόμενο. Στην θέση της σχετικής ταυτότητας κάποιου πράγματος με κάτι εμφανίζεται η απόλυτη ταυτότητα ένα πράγμα να είναι ο εαυτός του. Με αυτόν τον τρόπο το συνειδητό υποκείμενο, πρωταρχικά χωρίς ταυτοποίηση, αποκτά γνώση του εαυτού του.
Το αρχέγονο παρόν είναι μια σπάνια, ασυνήθιστη κατάσταση. Ωστόσο επηρεάζει κάθε συνειδητή εμπειρία, και ιδιαίτερα κάθε αισθηματική επίδραση μέσω της ζωτικής κινητήριας δύναμης, η οποία σχηματίζεται από τις διαπλεκόμενες τάσεις της συστολής και διαστολής που αντιτίθενται η μια στην άλλη. Όταν αναστέλλεται η συστολή, όπως σε δριμύ τρόμο, τότε η [ζωτική] ορμή παγώνει ή παραλύει. Όταν καταλύεται η διαστολή, όπως όταν κάποιος λαγοκοιμάται, αποκοιμιέται ή μετά την εκσπερμάτιση, τότε η ορμή χαλαρώνει. Η ορμή αποτελείται λοιπόν αποκλειστικά από την διαπλοκή συστολής και διαστολής. Στο στοιχείο συστολής της ζωτικής κινητήριας δύναμης το αρχέγονο παρόν προδιαγράφεται ως προσβάσιμο, επειδή μόνο σ’ αυτό σταματάει το πέρασμα των μεταβάσεων, έτσι ώστε κάτι να μπορεί να ορίσει, σε απόλυτη ταύτιση, εαυτόν ως αυτό. Για αυτό αρκεί η προσβασιμότητα μέσω συστολής. Δεν είναι αναγκαία η καταβύθιση στο αρχέγονο παρόν. Η προσβασιμότητά του αρκεί, σε κάθε αισθηματική επίδραση, για αυτοσυνειδησία χωρίς αυτοπροσδιορισμό, ακόμη και στην περίπτωση της διαστολής στην χαρά ή την ανακούφιση. Με τον δεσμό της στην ενσώματη/σαρκική (leiblich)[13] συστολή, ακόμη και μόνο στην αίσθηση της διαφυγής από αυτήν, η αισθηματική επίδραση καταλύεται και μετατρέπεται σταδιακά σε μουντή αδιαφορία. Συνεπώς στην αυτοσυνειδησία χωρίς ταύτιση οι συστολικοί τρόποι της συναισθηματικής επίδρασης ταιριάζουν καλύτερα απ’ ό,τι οι κυρίως διαστολικοί, όπως π.χ. της χαρούμενης ευφορίας, στην οποία κάποιος νιώθει να μην τον χωράει ο κόσμος.
Ο πρωταρχικός τόπος της ταυτότητας και της διαφοράς βρίσκεται στο αρχέγονο παρόν. Η ταυτότητα ως απόλυτη ταυτότητα, [δηλαδή] κάτι να είναι ακριβώς αυτό, προηγείται της σχετικής ταυτότητας με κάτι άλλο. Και η διαφορά ως αποχωρισμός του αποκεκαλυμμένου παρόντος από την διακοπείσα διάρκεια που καταβυθίζεται πλέον στην ανυπαρξία.[14] Η ζωτική ορμή, που με την μορφή της συστολής σχετίζεται με το αρχέγονο παρόν, μεταφέρει από αυτό το αρχέγονο παρόν ταυτότητα και διαφορά σε όλες τις συνήθεις καθημερινές ρουτίνες, οι οποίες προστατεύονται έτσι από μπέρδεμα, όπως π.χ. στις κατάλληλες – συχνά ακούσιες – πολύπλοκες σωματικές κινήσεις, οι οποίες χάνουν λιγότερο ή περισσότερο αυτήν την προστασία κατά τις παθολογικές απώλειες στην απραξία. Αυτό δεν ισχύει μόνο για ομαλές εξελίξεις, αλλά και για λιγότερο ή περισσότερο δραματικές αντιπαραθέσεις στην σωματική επικοινωνία. Ο διάλογος ανάμεσα σε συστολή και διαστολή στην ζωτική ορμή εκτείνεται δηλαδή τρόπον τινά σε ‘συντροφικές’ σχέσεις, όπως στον πόνο που δεν είναι μόνο μια κατάσταση αυτού που βασανίζεται, αλλά επίσης μια κατάσταση που εισχωρεί ένας αντίπαλος που πρέπει να αντιμετωπιστεί ή όπως σε σχέση με την υπερισχύουσα βαρύτητα, όταν κάποιος γλιστράει και πέφτει ή μόλις κρατιέται όρθιος, και τον άνεμο που πνέει αντίθετα.[15] Το πλήρες της εύρος όμως αποκτά η έκταση μόλις κατά την συνάντηση με άλλα όντα, π.χ. στην ανταλλαγή βλεμμάτων, η οποία δημιουργεί μια κοινή από συστολή και διαστολή ζωτική ορμή, και κατά την αποφυγή ακίνδυνων ή επικίνδυνων συναντήσεων καθοδηγούμενων από το βλέμμα.[16] Η ενσώματη (leiblich) επικοινωνία μέσα από το κανάλι της ζωτικής ορμής – σε τέτοιες περιπτώσεις μιλάω για ενσωματοποίηση (Einleibung) – εμφανίζεται τόσο ανταγωνιστικά ως πλησίασμα άλλων, όσο και αλληλέγγυα χωρίς τέτοιο πλησίασμα (π.χ. ως ορμητικό θάρρος ή πανικόβλητη απόδραση μιας στρατιωτικής ομάδας, στο τραγούδι, στο παίξιμο μουσικής, στην κωπηλασία, στο πριόνισμα μαζί με άλλους, στο ρυθμικό κάλεσμα, στο χειροκρότημα, στο παίξιμο τυμπάνων) και είναι η βασική μορφή όλων των ανθρώπινων επαφών, μάλιστα και της αντίληψης εν γένει μέσω προσαρμογής και αντίδρασης. Θεμελιώνει, ως αμοιβαία ενσωματοποίηση με διακύμανση του κυρίαρχου πόλου της συστολής, την βεβαιότητα συσχέτισης με ένα άλλο ενσυνείδητο υποκείμενο. Η ενσωματοποίηση είναι η απροσμέτρητα πλούσια πηγή καταστάσεων στις οποίες το πολλαπλό συνενώνεται (δηλ., αποκόβεται εξωτερικά και συνέχεται εν εαυτώ) ολιστικά μέσω μιας εσωτερικά ασαφούς (δηλ., που δεν είναι, ή που δεν είναι ολοκληρωτικά, τεμαχισμένης σε ενικά στοιχεία, που δεν αυξάνεται αριθμητικά από το 1) νοηματικής πληρότητας αποτελούμενης από καταστάσεις πραγμάτων, προγράμματα και/ή προβλήματα.[17] Τέτοιες καταστάσεις δεν αναλύονται, αλλά προκαλούνται, τροποποιούνται και απαντώνται ολιστικά στην ζωική (μερικά επίσης και στην ανθρώπινη) επικοινωνία μέσα από φωνές και κραυγές (π.χ. κραυγές τρόμου, ζευγαρώματος, πένθους). Έτσι προκύπτει από την ρέουσα διάρκεια, το αρχέγονο παρόν, την ενσώματη δυναμική και την ενσώματη επικοινωνία ένα τεράστια πολυσχιδές και λεπτοφυώς διαφοροποιημένο πεδίο γεγονότων και βιωμάτων, το οποίο ονομάζω ζωή στο αρχέγονο παρόν. Ζώα και νήπια είναι περιορισμένα σ’ αυτό.
Ωστόσο, λείπει ακόμη η ενικότητα. Ενικό είναι κάτι όταν προκαλεί αύξηση κατά 1. Αυτό είναι λογικά ισοδύναμο με την ακόλουθη συνθήκη: οτιδήποτε είναι ένα στοιχείο ενός πεπερασμένου συνόλου. Οι αριθμοί είναι ιδιότητες συνόλων. Τα σύνολα είναι σύνολα περιπτώσεων ενός είδους ή ενός προσδιορισμού, όπως το σύνολο των ανθρώπων, των αριθμών, των ατυχημάτων. Ενικό μπορεί να είναι κάτι μόνο ως περίπτωση ενός είδους, όπου η λέξη «είδος» καλύπτει τα πάντα στα οποία κάτι μπορεί να είναι μια περίπτωση. Η ενικότητα προκύπτει μέσα από το ότι η απόλυτη ταυτότητα – διαθέσιμη ήδη μέσα στην ζωή από το αρχέγονο παρόν – συμπληρώνεται μέσα από τον προσδιορισμό ως περίπτωση ενός είδους. Επειδή πάντα λαμβάνονται υπόψη πολλά διαφορετικά είδη, η απόλυτη ταυτότητα διαμορφώνεται περαιτέρω σε σχετική ταυτότητα ενός πράγματος με κάτι, δηλαδή ενός πράγματος υπό έναν προσδιορισμό με το ίδιο πράγμα υπό έναν άλλο (στην οριακή περίπτωση ταυτολογίας: πάλι υπό τον ίδιο) προσδιορισμό. Οι προσδιορισμοί ή τα είδη προκύπτουν από το γεγονός ότι οι προτασιακές εκφράσεις απομονώνουν και συνδυάζουν μεμονωμένες καταστάσεις, μεμονωμένα προγράμματα και μεμονωμένα προβλήματα από την εσωτερικά ασαφή νοηματική πληρότητα των καταστάσεων. Αυτή είναι η βασική μορφή ανθρώπινης αυτο-κατάφασης και κυριαρχίας επί του κόσμου, διαμέσου της οποίας ο άνθρωπος υπερισχύει των ζώων: ο άνθρωπος αποκτά έλεγχο των καταστάσεων με το να τις αναδομεί το δυνατόν ως σχηματισμούς ή δίκτυα μεμονωμένων παραγόντων και με το να επαναταξινομεί αυτά τα δίκτυα, έτσι ώστε να δοκιμάζει προκαταβολικά δυνατότητες.
Με την προτασιακή ομιλία, η οποία δημιουργεί την ενικότητα, επιτυγχάνεται πέραν της ζωής στο αρχέγονο παρόν το βήμα προς τον κόσμο ως το πεδίο ή το πλαίσιο δυνατών ενικοποιήσεων. Ο κόσμος, αν κατανοηθεί έτσι, προσλαμβάνει την δομή του μέσω της εκδίπλωσης των πέντε στο αρχέγονο παρόν συντετηγμένων στιγμών: εδώ, τώρα, είναι, αυτό, εγώ. Το εδώ του αρχέγονου παρόντος, ο απόλυτος τόπος, εκδιπλώνεται σε ένα σύστημα σχετικών τόπων, οι οποίοι προσδιορίζονται μέσα από θέσεις και αποστάσεις μέσω ενός δικτύου συντεταγμένων και οι οποίες αποδίδουν νόημα στις εκφράσεις υποδηλώνοντας πως κάτι είναι κάπου και παραμένει εκεί ή πως μετακινείται προς τα κάπου. Το τώρα του αρχέγονου παρόντος, η απόλυτη στιγμή της ξαφνικής αισθηματικής επήρειας, εκδιπλώνεται σε μια ακολουθία σχετικών στιγμών, σε μια τροπική χρονικότητα, η οποία συνενώνει την ταξινόμηση σε παρελθόν, παρόν και μέλλον (καθώς και τις συνδεόμενες αντιλήψεις πως ο χρόνος ρέει, πως το παρελθόν μεγαλώνει, πως το μέλλον συρρικνώνεται και πως το παρόν μετακινείται) με την διάταξη γεγονότων μέσω της συσχέτισης του πρότερου με το ύστερο ή το ταυτόχρονο. Το αυτό του αρχέγονου παρόντος, το απόλυτα ταυτόσημο, εκδιπλώνεται σε σχετικό, προς πολλές πλευρές, μέσα από την ταύτιση του με κάτι. Το είναι του αρχέγονου παρόντος εκδιπλώνεται σε όλη του την έκταση μέσα από την αντίθεση προς το μη-είναι, αντί απλά προς το μη-είναι-πλέον της διακοπείσας από την εισβολή του νέου διάρκειας. Συγχρόνως, η ενικότητα υπερβαίνει το όριο του είναι και του μη-είναι με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίστανται δυνατές η μνήμη, η προσμονή, ο φόβος, η ελπίδα, ο σχεδιασμός, η φαντασία και η ευέλικτη ταυτοποίηση. Η στιγμή εγώ του αρχέγονου παρόντος εκδιπλώνεται αρχικά όταν το απόλυτα ταυτόσημο συνειδητό υποκείμενο της ζωής στο αρχέγονο παρόν γίνεται ένα ενικό υποκείμενο μέσα από τον αυτοπροσδιορισμό ως περίπτωση ενός είδους. Σε αυτό απομονώνονται από την εσωτερικά ασαφή νοηματική πληρότητα των καταστάσεων γεγονότα, προγράμματα και προβλήματα, τα οποία αρχικά είναι όλα υποκειμενικά για το συνειδητό υποκείμενο με τον τρόπο που εξηγήθηκε προηγουμένως για τις περιπτώσεις των γεγονότων. Αυτή η υποκειμενικότητα χάνεται από ένα μέρος αυτών των νοημάτων, και έτσι μέσα από αυτό προκύπτει πως, με αυτά και μέσω αυτών, το συνειδητό υποκείμενο αποξενώνεται από πλήθος πραγμάτων, όταν αυτά εξετάζονται υπό το φως καθαρά αντικειμενικών ή ουδέτερων γεγονότων, καθώς και ουδέτερων μη-τωρινών γεγονότων, προγραμμάτων και προβλημάτων. Απέναντι στο ξένο μπορεί να σχηματισθεί μια σφαίρα του Ιδίου[18], την οποία έχω εξετάσει πολλαπλώς και διεξοδικά αλλού ως προσωπική κατάσταση και προσωπικό ιδιόκοσμο της δομής, της ανάπτυξης και της συσχέτισης ως προς το προσωπικό υποκείμενο (πρβ. Schmitz 1999, 106–36).
Μόλις τώρα έχει έρθει η στιγμή να γίνει ένα ξεκαθάρισμα με την ψυχολογιστική-αναγωγιστική-εσωτεριστική αντικειμενικοποίηση. Η φιλοσοφική παράδοση από τον Δημόκριτο και τον Πλάτωνα και μετά, καθώς και η βασιζόμενη στα ίχνη τους σχηματισθείσα λαϊκή αυτοκατανόηση του ανθρώπου, έχει προσδώσει στο υποκείμενο, στο ενσυνείδητο υποκείμενο, μια ψυχή ή έναν, όπως αλλιώς και αν επονομάζεται, εσωτερικό κόσμο, και έχει κάνει μόνο λίγες και αμφίβολες σκέψεις, και παλαιότερα ακροθιγείς, ως προς το πώς το συνειδητό υποκείμενο αντιμετωπίζει αυτόν τον εσωτερικό κόσμο. Όλες αυτές οι προτάσεις έρχονται πολύ αργά, επειδή αυτές εμπεριέχουν μόνο προσφορές φαινομενικά αντικειμενικών δεδομένων για τον αυτοπροσδιορισμό, ο οποίος είναι δυνατός μόνο μέσα από μια πρωταρχική γνωριμία με τον ίδιο τον εαυτό σε μια μη-ταυτίζουσα αυτοσυνειδησία. Αυτό το ίχνος θα έπρεπε να ακολουθήσει κανείς, για να βρει αυτόν που γνωρίζει τον εαυτό του εξαρχής. Στην συνέχεια θα είχε κανείς παρατηρήσει τα υποκειμενικά δεδομένα της αισθηματικής επήρειας που είναι πάντα ενσώματα (leiblich). Θα είχε, περαιτέρω, παρατηρήσει το ζωντανό σώμα (Leib) ως την προσωποποίηση των ενσώματων συγκινήσεων, δηλ., αυτών που μπορεί να νιώσει κανείς ως δικές του στην περιοχή – όχι πάντα μέσα στα όρια – του φυσικού σώματός του, χωρίς να χρησιμοποιήσει τις πέντε αισθήσεις και το αντιληπτό σωματικό σχήμα που δανείζεται από αυτές. Τέτοιες συγκινήσεις είναι π.χ. ο τρόμος, ο φόβος, ο πόνος, η πείνα, η δίψα, η λαγνεία, το σφρίγος, η αηδία, η κούραση και όλες οι αισθηματικές επήρειες συναισθημάτων. Έχω διερευνήσει πολλαπλώς και διεξοδικά το αισθητό/ζωντανό σώμα με την ιδιαίτερη χωρικότητα και δυναμική του. Το πρωταρχικό παρόν και η ζωτική ορμή, των οποίων την αναγκαιότητα για τον άνθρωπο και για την αυτοσυνειδησία του έχω επεξεργαστεί εδώ (πρβ. Schmitz 1964–1980, ιδ. τόμοι II και III), είναι βασικά στοιχεία αυτής της δυναμικής. Η παράδοση έχει αγνοήσει πλήρως το αισθητό/ζωντανό σώμα και το έχει μπερδέψει με το φυσικό σώμα, παρόλο που ανήκουν σε διαφορετικές μορφές χώρου. Καθώς το φυσικό σώμα ανήκει σε έναν χώρο που διαθέτει επιφάνειες, το αισθητό/ζωντανό σώμα ανήκει σε έναν χώρο χωρίς επιφάνειες, όπως ο ήχος, ο καιρός ή η σιωπή. Σε καμία ενσώματη συγκίνηση δεν μπορεί να παρατηρηθεί επιφάνεια. Για τον αυτοπροσδιορισμό του ο άνθρωπος εξαρτάται από μια συνεχή ισορροπία ανάμεσα σε προσωπική χειραφέτηση και προσωπική παλινδρόμηση, όπου προσωπική χειραφέτηση είναι η ουδετεροποίηση των σημασιών, κατά την οποία το προσωπικό διαχωρίζεται από το ξένο, ενώ προσωπική παλινδρόμηση είναι η επανα-υποκειμενικοποίηση αυτών που ουδετεροποιήθηκαν μέσα από την εμβάπτιση στην σαρκική ζωή στο αρχέγονο παρόν. Για το αναφερόμενο του αυτοπροσδιορισμού, αυτό το οποίο αποδίδει στον ίδιο του τον εαυτό, ο άνθρωπος χρειάζεται την προσωπική χειραφέτηση. Αντίθετα για το σχετιζόμενο του αυτοπροσδιορισμού χρειάζεται την προσωπική παλινδρόμηση κατά την οποία βρίσκει τον εαυτό του στην αισθηματική επήρεια πριν από κάθε αυτοπροσδιορισμό. Αυτή η ασταθής σχάση δεν επιτρέπει την περίεξη [δηλ. το περιέχειν] όλων των βιωμάτων του ανθρώπου σε έναν ιδιωτικό, εσωτερικό κόσμο. Η προσωπική κατάσταση που υποκαθιστά τον ιδιωτικό, εσωτερικό κόσμο είναι μεν εγγενής στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος καταβυθίζεται συχνά-πυκνά στην προ-προσωπική ζωή του αρχέγονου παρόντος μέσω της ενσώματης επικοινωνίας. Επιπλέον η προσωπική κατάσταση είναι γι’ αυτόν όχι μόνο κέλυφος, αλλά και ένας σύντροφος, τον οποίο ο άνθρωπος πρέπει να ρωτήσει ως έναν μάντη για να θελήσει κάτι. Επίσης η συνείδηση με τα πολλά, υποτιθέμενα ενδοσκοπικά της περιεχόμενα είναι μια παρεξήγηση. Της έχει αποδοθεί μια αριθμητική ποικιλομορφία από πολλά μεμονωμένα στοιχεία. Πολύ πιθανά είναι ένα έχειν-συνείδηση με ποικιλομορφία άλλου τύπου που συνενώνει ενικότητα με πολλαπλότητα. Αυτό μπορεί να το παρατηρήσει κανείς στην σχεσιακή συνείδηση. Η ιδέα της διαφορετικότητας του ήλιου από το φεγγάρι εμπεριέχει τρεις επιμέρους ιδέες, η σύνθεση των οποίων δεν θα προσέφερε καμία ομοιότητα, επειδή η διαφορά δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό του ήλιου, ο ήλιος κανένα χαρακτηριστικό του φεγγαριού κ.λπ. Θα οδηγούμασταν πολύ μακριά, αν εμβαθύναμε περισσότερο σ’ αυτό το σημείο (πρβ. Schmitz 2004).
Μέσα από αυτήν την περίπλοκη προετοιμασία είναι επιτέλους ο δρόμος ελεύθερος για μια αμερόληπτη εκτίμηση των συναισθημάτων. Έχουν απελευθερωθεί από τα μάγια ενός περίκλειστου ιδιωτικού, ψυχικού, εσωτερικού κόσμου, επειδή αυτός ο εσωτερικός κόσμος έχει καταρρεύσει από την ίδια του την ανικανότητα να είναι ψυχή ενός κατόχου ή ενός υποκειμένου. Το θεμέλιο του ανθρώπου δεν είναι ψυχικό, αλλά ενσώματο (σε καμία περίπτωση φυσικά σωματικό) ως μια ζωή από αρχέγονη παροντικότητα με ενσώματη δυναμική και ενσώματη επικοινωνία χωρίς περίκλειστο εσωτερικό κόσμο. Ό,τι υπερβαίνει αυτό ως ειδικά προσωπικό, όπως η προσωπική κατάσταση και ο προσωπικός ιδιόκοσμος, έχει πολύ μεγάλη σημασία για το βίωμα του ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να το συμπεριλαμβάνει και να το εμπεριέχει στην ολότητά του.
Θέλω να επεξηγήσω την σημασία αυτής της ανοιχτότητας για τα συναισθήματα χρησιμοποιώντας για παράδειγμα την οργή. Παραδοσιακά η οργή είναι μια ενδοσκοπικά προσβάσιμη ψυχική κατάσταση, ένα πάθος ψυχής (passio animae), όπως λέει ο Θωμάς Ακινάτης ακολουθώντας τον Αριστοτέλη. Στην πραγματικότητα η οργή βιώνεται χωρίς καμία αναφορά σε μια ψυχή, δηλαδή σαν μια δύναμη που (σαν αστραπή) χτυπάει το αισθητό, ζωντανό σώμα (Leib), συγκρίσιμη κάπως με την ακατανίκητη βαρύτητα, όταν κάποιος γλιστράει και πέφτει ή παραμένει όρθιος την τελευταία στιγμή, που ωστόσο όμως δεν πάει προς τα κάτω όπως η τελευταία, αλλά ωθεί προς τα εμπρός. Και με μια ακόμη πιο σημαντική διαφορά: ενάντια στην πτωτική δύναμη της βαρύτητας αντιστέκεται κανείς· με την κυριεύουσα δύναμη της οργής συμπορεύεται κανείς τουλάχιστον αρχικά και για λίγο. Κάθε αισθηματική επήρεια έχει δύο πλευρές, από την μια δηλ., παθητική βίωση μιας επενέργειας και από την άλλη ενεργητικότητα να εμπλακεί κανείς, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με αυτήν, με μια στάση, όπως την έχω εκφράσει στην θεωρία μου περί ελευθερίας (Schmitz 2007). Αυτή η στάση μπορεί να είναι αμυντική, όπως στον φόβο. Όταν κυριεύεται κανείς από οργή, είναι, αρχικά, σαν να δέχεται επίθεση σύμφωνη με την ορμή της δύναμης που κατακλύζει. Μέχρι αυτό το σημείο η εμπλοκή είναι προ-προσωπική, μια ζωή στο αρχέγονο παρόν. Η προσωπική θέση στην έκθεση ή/και στην αντίσταση μπορεί να λάβει χώρα εκ των υστέρων, όταν το ταυτόχρονα προ-προσωπικό και προσωπικό συνειδητό υποκείμενο έχει ήδη παραδοθεί στην οργή. Αυτό είναι το διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό της κατακυρίευσης από συναισθήματα και της κυρίευσης από την αισθηματική επήρεια απλά μέσα από ενσώματες συγκινήσεις, που όπως η πείνα, η δίψα, η κούραση και ο πόνος δεν είναι συναισθήματα: ο άνθρωπος μπορεί σχεδόν πάντα από την αρχή, παρατηρώντας και παίρνοντας θέση, να αφήσει να τον πλησιάσουν τέτοιες ενσώματες συγκινήσεις, ενώ στην περίπτωση ενός συναισθήματος, προτού ο άνθρωπος μπορέσει να πάρει εκούσια θέση ως προς αυτό, με την επιλογή μιας στάσης έχει εμπλακεί ήδη με αυτό, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, και δεν μπορεί πλέον να το αντιμετωπίσει αμερόληπτα. Μπορεί μάλιστα να βρεθεί σε ασυμφωνία με τον εαυτό του, με την ακούσια αρχική τοποθέτηση. Επακόλουθο αυτού είναι πως είναι δυσκολότερο να παρατηρήσει κανείς και να καταγράψει το πώς κυριεύεται από συναισθήματα, από το να παρατηρήσει και να καταγράψει την αισθηματική επήρεια απλών ενσώματων συγκινήσεων. Ωστόσο, η αισθηματική επήρεια από συναισθήματα επίσης, η κατακυρίευση, είναι πρωταρχικά η ίδια μια ενσώματη συγκίνηση. Αυτή η ενσωματικότητα (Leiblichkeit) φαίνεται από την εκπληκτική αξιοπιστία των εκφράσεων αυτού που έχει κυριευθεί: ο στεναχωρημένος γίνεται αντιληπτός από το ότι αναστενάζει, και από το ότι κάθεται άτονα και με σκυμμένο το κεφάλι, αυτός που ντρέπεται από το ότι χαμηλώνει το βλέμμα του, ο οργισμένος από το ότι σφίγγει την γροθιά του και μιλάει εκνευρισμένα, ακόμη και με οξύ τρόπο, ο χαρούμενος εκφράζεται χωρίς δυσκολία με μια αρκετά πολύπλοκη συμπεριφορά – ελαφρύ, χοροπηδητό βάδισμα, γελαστά μάτια, τάση για χαμόγελο, ελεύθερη αναπνοή, ξέγνοιαστη ομιλία – αν και θα χρειαζόταν ένας έμπειρος ηθοποιός για να επαναλάβει πειστικά μια τέτοια συμπεριφορά. Μόνο αν η κατακυρίευση δεν είναι πλήρως αυθεντική, δηλαδή αν η απόκτηση της κατακυρίευσης δεν έχει προχωρήσει πλήρως σε παθητική βίωση της κατακυριεύουσας δύναμης, όπως συχνά συμβαίνει στην συμπόνοια, εμφανίζεται αμηχανία. Πώς μπορεί να δώσει κανείς σ’ αυτό το αίσθημα κατάλληλη έκφραση; Ποιος τρόπος είναι ο κατάλληλος να δώσει κανείς συλλυπητήρια; Μόνο αν η συμπόνοια συμπαρασύρει κάποιον τόσο αυθόρμητα και ορμητικά σαν να επρόκειτο για δικό του πόνο, τότε είναι αυτονόητος ο τρόπος με τον οποίο θα δείξει την συμπόνοια του.
Τα συναισθήματα είναι διαχεόμενες στον χώρο ατμόσφαιρες. Μια ατμόσφαιρα, έτσι όπως εννοείται εδώ, είναι η ολοκληρωτική κατάληψη ενός χωρίς επιφάνεια χώρου στην περιοχή της βιωμένης παροντικότητας. Αυτός ο χωρίς επιφάνεια χώρος, πέρα από συναισθήματα, μπορεί επίσης να καταληφθεί από τον καιρό – έτσι όπως ο καιρός βιώνεται από κάποιον στο ίδιο του το κορμί καθώς ο καιρός τον περιβάλλει – ή από την (εορταστική, πιεστική ή πρωινή) σιωπή. Υπάρχουν ακόμη ατμόσφαιρες, οι οποίες δεν καταλαμβάνουν ολοκληρωτικά τον χώρο της βιωμένης παροντικότητας: οι ολιστικές ενσώματες (συγ)κινήσεις που διατρέχουν μεμιάς το ζωντανό σώμα χωρίς να τεμαχίζονται σε επιμέρους ενσώματες νησίδες, π.χ. το πρωί μετά το ξύπνημα, όταν κανείς νιώθει φρέσκος ή αδύναμος και άτονος κ.λπ. και αναγκάζεται συχνά να βοηθήσει αυτή την ολιστική του αίσθηση με μερικά φλυτζάνια καφέ. Τέτοιες απλά ενσώματες ατμόσφαιρες είναι χωρικά οριοθετημένες, σε αντίθεση με την χωρίς όρια διάχυση που έχουν ή διεκδικούν τα συναισθήματα, όπως θα επεξηγήσω αμέσως. Αντιρρήσεις ως προς την χωρικότητα των συναισθημάτων – που έχουν να κάνουν με το ότι αυτά δεν είναι τρισδιάστατα σώματα, επιφάνειες ή γραμμές, ούτε στρογγυλά, ούτε με γωνίες, ούτε θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σ’ αυτόν ή σε εκείνον τον χώρο σύμφωνα με την θέση ή την απόσταση – βασίζονται στην λανθασμένη εικασία ενός χώρου που περιέχει επιφάνεια. Ωστόσο ο χώρος των συναισθημάτων είναι χωρίς επιφάνεια ακριβώς όπως ο χώρος του ήχου και της σιωπής, ο χώρος του καιρού και του αέρα που ωθεί προς τα εμπρός ή σε αντίθετη ροπή (με κίνηση χωρίς αλλαγή του τόπου), ο χώρος του νερού τον οποίο συναντά και διασχίζει ο κολυμβητής, ο χώρος της ελεύθερα εκδιπλούμενης χειρονομίας, της αίσθησης στο ίδιον [δηλ. ίδ-ι-ον ή ίδϊον] ζωντανό σώμα.
Παραπλανημένοι από το πρότυπο της αρχαίας ελληνικής γεωμετρίας που σχεδιάζει με διαβήτη και χάρακα καθώς και από την συνέχειά της, την καρτεσιανή γεωμετρία συντεταγμένων, είμαστε πολύ γρήγορα πρόθυμοι να κατανοήσουμε τον χώρο ως ένα σύστημα σχετικών τοποθεσιών που προσδιορίζονται αμοιβαία μέσα από θέσεις και αποστάσεις. Θέσεις και αποστάσεις διαβάζονται στις αναστρέψιμες συνδέσεις, οι οποίες πρέπει να εγγραφούν σε επιφάνειες, έτσι ώστε να παρέξουν ένα σταθερό δίκτυο προσανατολισμού στον χώρο, το οποίο παραμένει ανεξάρτητο από την προοπτική που παίρνει κάποιος σε σχέση με αυτές. Ωστόσο, ένας τέτοιος γεμάτος επιφάνειες τοποχώρος προϋποθέτει, καθαρά λογικά, χώρους χωρίς επιφάνεια. Διότι σ’ αυτόν μπορεί η κίνηση να κατανοηθεί μόνο ως αλλαγή της τοποθεσίας, η ακινησία μόνο ως παραμονή στον ίδιο τόπο. Από την άλλη πλευρά, ο τόπος εννοιολογικά προϋποθέτει ακινησία. Διότι ο τόπος μπορεί να καθοριστεί μόνο μέσα από την θέση του και την απόστασή του από ακίνητα αντικείμενα. Αν αυτά κινούνταν, τότε η θέση του και η απόστασή του από αυτά θα μετατοπιζόταν και ο τόπος θα γινόταν ένας άλλος όπου τα ευρισκόμενα σ’ αυτόν αντικείμενα θα άλλαζαν τοποθεσία, δηλ., θα κινούνταν, παρόλο που θα είχαν παραμείνει στην ίδια τοποθεσία, θα είχαν παραμείνει ακίνητα. Τότε η ακινησία θα ήταν κίνηση, πράγμα αδύνατο. Ο τόπος προϋποθέτει ακινησία, η ακινησία με την έννοια του τοποχώρου προϋποθέτει τον τόπο. Ως εκ τούτου, με βάση την υπόθεση πως ο χώρος είναι απλός τοποχώρος, είναι αδύνατο να ειπωθεί μη-κυκλικά τι είναι τόπος και τι ακινησία. Το αυτό ισχύει και για απόλυτους χώρους, όσο και για χώρους εξαρτώμενους από την επιλογή ενός συστήματος συντεταγμένων. Η διδαχή από αυτόν τον εννοιολογικό κύκλο είναι πως η ακινησία πρέπει να είναι ήδη γνωστή, όταν κανείς θέλει να εισαγάγει έναν τοποχώρο. Και μια τέτοια γνώση μπορεί να προέρχεται μόνο από χώρους χωρίς επιφάνεια. Δεν αξίζει λοιπόν, έχοντας πίστη κανείς σε ένα μονοπώλιο του χώρου των μαθηματικών και της φυσικής, να κοιτάζει αφ’ υψηλού τους χωρίς επιφάνεια χώρους θεωρώντας τους ποιητικές αυταπάτες ή μεταφορές για μια ασαφή αίσθηση με μια το πολύ-πολύ ψυχολογική αξία, γιατί ένα τέτοιο μονοπώλιο δεν μπορεί να υποστηριχτεί για καθαρά εννοιολογικούς λόγους.
Μια άλλη αντίρρηση ενάντια στην θέση για την χωρικότητα των συναισθημάτων βασίζεται στην προσδοκία πως ο καθένας που βρίσκεται σε μια τοποθεσία στην οποία διαχέεται ένα συναίσθημα θα έπρεπε να είναι γενικά στην θέση να το νιώσει όπως νιώθει τον καιρό. Στην πραγματικότητα ωστόσο διαφορετικοί άνθρωποι πλήττονται από πολύ διαφορετικά συναισθήματα που συχνά είναι μη-προσβάσιμα στον διπλανό, και αυτό ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται σε αυτήν ή την άλλη θέση. Η αντίρρηση βασίζεται σε μια λανθασμένη πραγμοποίηση των συναισθημάτων την οποία υποστήριζα και εγώ αρχικά με φλογερό ταμπεραμέντο τολμώντας να εκφράσω την ρήση πως τα συναισθήματα δεν ήταν λιγότερο αντικειμενικά απ’ ότι οι δρόμοι, μόνο κατά τι λιγότερο προσδιορισμένα. Οι δρόμοι είναι πλήρη πράγματα και μοιράζονται με άλλα πράγματα κυριολεκτικά δύο ιδιότητες: πρώτον, η διάρκεια τους είναι δυνατή μόνο χωρίς διακοπές, σε συνέχεια· δεύτερον, ως αιτίες προκαλούν, με διακριτό τρόπο από την δράση τους, ένα αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, μια πέτρα (αιτία) μπορεί να προκαλέσει μέσα από ένα χτύπημα (δράση) μετακίνηση ή βλάβη του χτυπημένου αντικειμένου (αποτέλεσμα) ή ένα φάρμακο (αιτία) μέσα από ένεση (δράση) μπορεί να προκαλέσει νάρκωση ή διάρροια (αποτέλεσμα). Αντίθετα, τα συναισθήματα είναι οιονεί-πράγματα όπως ο άνεμος, η φωνή, η ακατανίκητη βαρύτητα, η ηλεκτροπληξία, ο πόνος, οι μελωδίες και πολλοί ήχοι όπως ένα διαπεραστικό σφύριγμα ή ένας οξύς θόρυβος, η νύχτα, ο χρόνος, όταν διαρκεί αφόρητα πολύ στην ανία ή στην τεταμένη προσμονή. Η διάρκεια των οιονεί-πραγμάτων μπορεί να διακοπεί. Η χαρακτηριστική φωνή ενός ανθρώπου αντηχεί, σιωπά και αντηχεί ξανά, χωρίς να έχει νόημα να ρωτήσει κανείς πώς διήγαγε τον ενδιάμεσο χρόνο. Στην νομοτέλεια των οιονεί-πραγμάτων συμπίπτουν αιτία και δράση, αν και στην περίπτωση της αντήχησης της φωνής η φυσική κατασκευάζει πολλά ενδιάμεσα μέρη, όπως ηχητικά κύματα και ηλεκτρικές νευρικές ώσεις, αλλά αυτά είναι προπαντός εξαιρετικά χρήσιμα νοητικά σχήματα για να εξυπηρετήσουν την σχηματική προγνωστικότητα. Εδώ όμως δεν υπάρχει χώρος για μια γνωσιοθεωρητική θετική αναγνώριση των θετικών επιστημών. Τόσο η επιστημονική όσο και η προ-επιστημονική φυσική ενδιαφέρονται στον ίδιο βαθμό να εξαφανίσουν τα οιονεί-πράγματα, επειδή η πρόγνωση απαιτεί έναν κόσμο σε πλήρη τάξη, στον οποίο οι αιτίες μπορούν να εκτιμηθούν ως προς την δυνατότητα τους να επιφέρουν αποτελέσματα, ήδη πριν την δράση τους. Γι’ αυτό ο βιωμένος άνεμος – ένα υποθετικό οιονεί-πράγμα – ερμηνεύεται ως κινούμενος αέρας, η ηλεκτροπληξία ως ηλεκτρικό ρεύμα, πρόσφατα ακόμη και η ορμητική βαρύτητα ως βαρυτόνια, τα στοιχειώδη σωματίδια της βαρυτικής αλληλεπίδρασης. Από φαινομενολογική σκοπιά η φωνή επιδρά άμεσα χωρίς διάκριση ανάμεσα σε αιτία και δράση. Τα οιονεί-πράγματα διαφοροποιούνται από τα απλά αισθητηριακά δεδομένα από το γεγονός πως παραμένουν τα ίδια παρά τις αλλαγές στους τρόπους με τους οποίους παρουσιάζονται. Μια ακολουθία ήχων επεκτείνεται, η φωνή όχι.
Τα συναισθήματα είναι οιονεί-πράγματα. Το συνειδητό υποκείμενο κυριεύεται άμεσα από αυτά με ενσώματα αισθηματικό τρόπο ως δράσεις που δεν διαφοροποιούνται από αιτίες και διαρκούν με διακοπές, όπως ο πόνος που εισβάλλει ως ένας ισχυρός αντίπαλος τον οποίον πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει. Ενίοτε καταλαμβάνουν εξ απήνης τον άνθρωπο που επηρεάζουν καθώς μοιάζει να εμφανίζονται από το πουθενά (πρβ. το ποίημα Verborgenheit του Eduard Mörike). Πολύ συχνά αφυπνίζονται, ξανά και ξανά με διακοπές, από γεγονότα της ιστορίας της ζωής ενός ανθρώπου, κάτι σαν ένα συναίσθημα πικρίας μετά από μια προσβολή ή μια αποτυχία, ή μέσα από την τρέχουσα κατάσταση ζωής του. Ως τέτοια τα συναισθήματα είναι προσβάσιμα μόνο στον άνθρωπο που επηρεάζουν μέσα από την προοπτική του που έχει μορφοποιηθεί από τις προσωπικές του εμπειρίες. Ως εκ τούτου δεν προκαλεί έκπληξη το ότι κάποιος δεν νιώθει τίποτα από την ατμόσφαιρα που ως συναίσθημα κυριεύει τον διπλανό του. Σ’ αυτήν την αδιαπερατότητα οφείλονται επίσης διαφορές ως προς την κατακυρίευση. Αυτές είναι εν μέρει ενσώματα καθορισμένες. Το συναίσθημα κυριεύει ενσώματα με το να αναδεύει την ζωτική ορμή συναποτελούμενη από συστολή και διαστολή. Το πόσο εύκολα επιτυγχάνεται αυτό εξαρτάται από την μορφή δεσμού που έχει η ζωτική ορμή. Μια ικανή για ταλαντώσεις ορμή στην οποία οι φάσεις υπεροχής της συστολής ή της διαστολής τείνουν προς μια ρυθμική εναλλαγή, καθώς και μια ικανή για διάσπαση ορμή, από την οποία τμήματα της συστολής και τμήματα της διαστολής μπορούν εύκολα να απομονωθούν, είναι πιο ανοιχτές στην κυρίευση απ’ ό,τι μια συμπαγής ορμή, στην οποία συστολή και διαστολή δύσκολα διαχωρίζονται. Κατά ένα άλλο μέρος υποδεικνύουν καθοριστικές διαμορφώσεις στην ιστορία ζωής κάποιου, πόσο ανοικτά ή κλειστά συναντά αυτός τις ενσώματες ώσεις του κυριεύοντος συναισθήματος. Από την άλλη πλευρά δεν είναι σωστό ότι τα συναισθήματα είναι πάντα ιδιωτική υπόθεση και ότι είναι προσβάσιμα σε έναν και μόνο άνθρωπο. Υπάρχουν επίσης, και όχι λιγότερο συχνά, συναισθήματα που κυριεύουν συλλογικά, π.χ. ορμητικό θάρρος ή πανικός μιας ομάδας ως στιγμιαία συμβάντα, και η αγάπη ως ατμόσφαιρα της κοινής κατάστασης ενός ζευγαριού ή ενός μεγαλύτερου κύκλου ανθρώπων – ένα συναίσθημα που διατηρείται και γίνεται αντικείμενο διαχείρισης μόνο στο αγαπάν των συμμετεχόντων, με τρόπο μη-μεταβιβάσιμο, καθώς αυτός είναι υποκειμενικός για κάθε άνθρωπο (Schmitz 1993, 2005).
Στο τέλος θέλω να παραθέσω μερικά παραδείγματα για την άποψή μου πως τα συναισθήματα είναι χωρικά διαχεόμενες, ενσώματες ατμόσφαιρες που καταλαμβάνουν κάποιον. Κατάλληλες για τον σκοπό αυτό είναι διαδικασίες, στις οποίες μια χωρικά διαχεόμενη ατμόσφαιρα γίνεται αντιληπτή αρχικά μέσω της περιοχής του παρόντος, και στη συνέχεια, καταλαμβάνει τον αντιλαμβάνοντα ενσώματα ή με κάποιον άλλο τρόπο. Ο Φάουστ του Γκαίτε, καθώς εισέρχεται στο δωμάτιο της Γκρέτσχεν ως λάγνος και ερωτευμένος κατάσκοπος, αναφωνεί:
Πώς ανασαίνει γύρω αίσθημα της γαλήνης,
Της τάξεως και της ειρήνης!
(Γκαίτε: Φάουστ, στίχοι 2691-2[19], μτφρ. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου. Ο Φάουστ του Γκαίτε. Μετάφραση με αισθητική και φιλοσοφική ερμηνεία. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2012, σ. 347)
Το αρχικό του συναίσθημα είναι αρχικά αντίθετο, αλλά μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί, πως κάτι από αυτήν την ατμόσφαιρα, έστω και φευγαλέα, μεταφέρεται σ’ αυτόν, όπως μπορεί η ατμόσφαιρα ενός εκκλησιαστικού χώρου να γαληνέψει ή ακόμη και να κάνει πιο ευσεβή, προς έκπληξή του, έναν παλιάνθρωπο ή έναν δυστυχή. Η εορταστική σοβαρότητα ως ατμόσφαιρα ενός περιβάλλοντος είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να επηρεάσει και στη συνέχεια να κυριεύσει έναν άνθρωπο, όπως π.χ. η βαθιά σιωπή τοπίου με ανοιχτό ορίζοντα. Μια τέτοια σοβαρότητα είναι ένα παντοδύναμο συναίσθημα, αλλά χωρίς να εμπεριέχει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Έτσι λύνεται ο χιλιόχρονος (πρβ. Αριστοτέλης 1993: Ηθικά Νικομάχεια, 1105 b 21–24) συνήθης δεσμός του συναισθήματος με την ευχαρίστηση και την δυσαρέσκεια (μέχρι τον Καντ και την επακόλουθη ψυχολογία). Στον αντίποδα βρίσκεται η ατμόσφαιρα της αστείας ευθυμίας, η οποία μεταδιδόμενη από το εορτάζον πλήθος μπορεί να γίνει έντονα διεισδυτική για έναν σοβαρό παρατηρητή και να του προκαλέσει δυσαρέσκεια και αμηχανία ή ακόμη και να τον κυριεύσει άμεσα. Σε αυτές τις περιπτώσεις είτε ξεχωρίζουν άνθρωποι που έχουν κυριευθεί πραγματικά από το συναίσθημα, είτε η ατμόσφαιρα είναι προσκολλημένη σε ένα κατάλληλο περιβάλλον που την υποβάλλει. Μπορεί όμως ακόμη ένα συναίσθημα, που δεν νιώθει κανένας και που δεν είναι προσκολλημένο σε κάτι, να βρίσκεται στον αέρα και να γίνει έμμεσα διεισδυτικό μέσα από ένα συναίσθημα άλλου τύπου. Στο συναίσθημα της ενοχής μετά από μια κακή πράξη συμμετέχει συχνά ένας φόβος ως προάγγελος της οργής. Σε τέτοιου είδους φόβο η οργή γίνεται αισθητή ως απειλή, αν και δεν υπάρχει κανένας οργισμένος άνθρωπος. Στον Φάουστ το κακό πνεύμα, ως μια εσωτερική φωνή, φωνάζει στην ένοχη Γκρέτσχεν: “Grimm fast dich!” («Οργή σ’ αρπάζει!») (στίχος 3800, σ. 448 στην μτφρ. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, ό.π.). Θα ήταν άχρηστο να ρωτήσει κανείς ποιoς είναι οργισμένος. Εδώ πρόκειται για την ενοχή που απορρέει από την δολοφονία ενός συγγενούς, όπως και στον Ορέστη του Αισχύλου, ο οποίος – πριν την συνάντησή του με τις Ερινύες – βιώνει την ενοχή που τον έχει κυριεύσει ως φόβο, ο οποίος με την σειρά του είναι προάγγελος μιας οργής χωρίς κάποιον οργισμένο:
[Ορέστης.] ἀλλ᾽ ὡς ἂν εἰδῆτ᾽, οὐ γὰρ οἶδ᾽ ὅπη τελεῖ,
ὥσπερ ξὺν ἵπποις ἡνιοστροφῶ δρόμου
ἐξωτέρω· φέρουσι γὰρ νικώμενον
φρένες δύσαρκτοι, πρὸς δὲ καρδίᾳ φόβος
ᾄδειν ἑτοῖμος ἠδ᾽ ὑπορχεῖσθαι κότῳ. [1025][20]
Ένα ιδιαίτερα ιδιωτικό συναίσθημα είναι η ντροπή, γιατί αυτός που ντρέπεται αποσύρεται από το περιβάλλον του. Μπορεί ωστόσο επίσης να συμβεί κάποιος που θα μπορούσε να ντραπεί, να μην ντραπεί καθόλου, έτσι ώστε να αποκλείεται μέσα από αυτόν κάποια συναισθηματική μετάδοση. Ωστόσο η επαίσχυντη συμπεριφορά του μπορεί να ντροπιάζει τους παραβρισκόμενους ή και τους συγγενείς του, ακόμη και αν αυτοί δεν είναι παρόντες. Σε τέτοιες καταστάσεις φαίνεται πως, μάλιστα, αυτό το ιδιωτικό συναίσθημα, ακόμη και αν δεν έχει κυριεύσει πλήρως κάποιον, είναι μια εκπέμπουσα ατμόσφαιρα, γιατί η ίδια ντροπή μπορεί να εμφανιστεί και σαν οξύς καταστροφικός εξευτελισμός – τότε λέει κανείς συνήθως: «Ντρέπομαι φρικτά που …» – και σαν συναίσθημα που εξασθενίζει, όπου οι συμμετέχοντες νιώθουν απλά ντροπή και δεν χαμηλώνουν πλέον το βλέμμα – όπως αυτός που νιώθει ντροπή σε όλη της το μεγαλείο – αλλά ρίχνουν μια πλάγια ματιά. Έχω αναλύσει αλλού την πολύπλοκη ατμόσφαιρα της ντροπής (Schmitz 2001, 2006) [21]. Λιγότερο πολύπλοκη είναι η ατμόσφαιρα της χαράς, την οποία διασχίζει μια ανυψωτική τάση, και η οποία δεν εντυπωσιάζεται από την πίεση της βαρύτητας που παραμένει σύμφωνα αναλλοίωτη (κάποιος πηδάει από την χαρά του, αιωρείται μακάρια). Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ανυψωτικό συναίσθημα δύναμης που επιφέρει η χαρά. Υπάρχει όμως και μια πιο παθητική χαρά, στην οποία αφήνεται κανείς με χαλαρή διάθεση, όπως στην ανακούφιση από μια βαριά στεναχώρια. Κι όμως η χαρά ανυψώνει κι εδώ, πράγμα που μπορεί να οφείλεται μόνο στην κατευθυνόμενη ατμόσφαιρα του συναισθήματος που κυριεύει. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η εκπομπή της ατμόσφαιρας στην περίπτωση του πένθους. Αυτό το επεξηγώ δείχνοντας την κοινωνική αντίθεση ανάμεσα σε συναισθήματα και συγκρίνω περαιτέρω, για τον σκοπό αυτόν, την χαρά και το πένθος με δύο συγγενείς ενσώματες συγκινήσεις, που δεν είναι συναισθήματα, ζωντάνια και ατονία. Ο ευαίσθητα εύθυμος άνθρωπος, που συναντά απροετοίμαστος μια ομάδα ανθρώπων σε βαθύ πένθος, θα μετριάσει την έκφραση της ευθυμίας του, π.χ. θα σιωπήσει με συστολή. Αν όμως ένας άνθρωπος με ζωντάνια συναντήσει μια ομάδα άτονων ανθρώπων, δεν θα είναι τόσο συγκρατημένος, αλλά θα προσπαθήσει – αν θέλει κάτι από αυτούς – να τους ταράξει, είτε με λέξεις, είτε με πράξεις, να τους προσφέρει φαγητό, να τους στείλει στον γιατρό, κ.λπ. Αυτή η διαφορά δεν έχει να κάνει με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των πενθούντων, γιατί αυτός θα απαιτούσε να τους ταρακουνήσει κανείς, έτσι ώστε να τους ξαναδοθεί η ορθή στάση της περηφάνειας και της αξιοπρέπειας. Κατά το πλείστον η ατμόσφαιρα του πένθους λειτουργεί στον εύθυμο άνθρωπο ως ενσώματα κυριεύσουσα δύναμη, όχι με το να κάνει τον ίδιο να πενθεί, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να την νιώθει ως επιβλητική αυθεντία που απαιτεί να γεμίσει τον χώρο της παροντικότητας απορρίπτοντας την λιγότερο σημαντική ευθυμία του, η οποία εγείρει αφ’ εαυτής μια ίδια αξίωση. Απλά ενσώματες συγκινήσεις, όπως η ζωντάνια και η ατονία, δεν είναι ούτε ατμόσφαιρες που γεμίζουν απολύτως τον χώρο, ούτε έχουν όπως τα συναισθήματα μια επιβλητική αυθεντία που να απευθύνεται στην υποταγή αυτών που επηρεάζουν αισθηματικά.
Ευχαριστίες: Ευχαριστούμε τον Jan Slaby και ιδιαιτέρως τον Steffen Kluck για την πολύτιμη βοήθειά του σε όλη τη διαδικασία της μετάφρασης / έκδοσης του άρθρου. Επίσης, ευχαριστούμε εγκάρδια τον Hermann Schmitz που μας εμπιστεύτηκε απλόχερα το κείμενό του. Τέλος, για τα σχόλιά τους και την βοήθειά τους στην μετάφραση των στίχων του Αισχύλου, ευχαριστούμε θερμά τον Γεώργιο Σκαλτσά και την Στέλλα Σταθουλοπούλου.
Ανοικτή πρόσβαση: Αυτό το άρθρο διανέμεται υπό τους όρους της Άδειας Δημόσιας Μη-Εμπορικής Χρήσης Creative Commons, η οποία επιτρέπει οποιαδήποτε μη εμπορική χρήση, διανομή και αναπαραγωγή σε οποιοδήποτε μέσο, με την προϋπόθεση ότι γίνεται αναφορά στον συγγραφέα (και στους άλλους συντελεστές) καθώς και στην πηγή του άρθρου.
Παραπομπές: Για παραπομπές, αναφέρετε το άρθρο ως εξής:
Schmitz, H. (2019, Ιούνιος). Αποψυχικοποίηση των συναισθημάτων. Εποχή-Epoché (8), 115-134. Αθήνα: Εκδόσεις Ευρασία. (μτφρ. επμ. Ζαρογιάννης Π., Seibel M., Κυπριωτάκης Ν.)
Αναφορές
Aeschylus. (1956). The Orestian Trilogy. Translated by P. Vellacott. London: Penguin.
Aristotle. (2004). The Ethics of Aristotle: the Nicomachean Ethics. Translated by J. A. K. Thomson. Revised with notes and appendices by Hugh Tredennick; introduction and further reading by Jonathan Barnes. London: Penguin.
Fuchs, T. (2008). Das Gehirn—ein Beziehungsorgan. Stuttgart: Kohlhammer.
Goethe, J. W. V. (2005). Faust. Trans. by D. Constantine. London: Penguin.
Husserl, E. (1913). Ideen zu einer reinen Phänomenologie und phänomenologischen Philosophie, 1. Buch. Halle a. d. Saale: Max Niemeyer.
Kant, I. (1971). Preisschrift über die Fortschritte der Metaphysik. Akademieausgabe Band 20. Berlin: De Gruyter.
Moldzio, A. (2004). Schizophrenie. Eine philosophische Erkrankung? Würzburg: Königshausen und Neumann.
Plato, X. (1960). The Laws. Translated by A.E. Taylor. Dutton: Dent.
Schmitz, H. (1964–1980). System der Philosophie. 5 Volumes in 10 Books. Reprinted in 2005. Bonn: Bouvier.
Schmitz, H. (1989). Leib und Gefühl. Materialien zu einer philosophischen Therapeutik. Paderborn: Junfermann.
Schmitz, H. (1993). Die Liebe. Bonn: Bouvier.
Schmitz, H. (1999). Der Spielraum der Gegenwart. Bonn: Bouvier.
Schmitz, H. (2001). Braucht die Scham einen Zeugen? Ethik und Sozialwissenschaften, 12, 319–321.
Schmitz, H. (2004). Was bleibt vom Bewusstsein? Interdisziplinäre Phänomenologie Band 1 (pp. 295–303). Kyoto: University of Kyoto.
Schmitz, H. (2005). Die Liebe und das Lieben. Situationen und Konstellatione (pp. 99-111). Freiburg i. Br./München: Alber.
Schmitz, H. (2006). Kann man Scham auf Dauer stellen? Berliner Debatte Initial, 17, 100–105.
Schmitz, H. (2007). Freiheit. Freiburg i. Br./München: Alber.
Schmitz, H. (2010). Jenseits des Naturalismus. Freiburg i. Br./München: Alber.
Schmitz, H., Müllan, R.O. & Slaby, J. Phenom Cogn Sci (2011) 10: 241. https://doi.org/10.1007/s11097-011-9195-1
Schneider, K. (1950). Klinische Psychopathologie (3rd ed.). Stuttgart: Thieme.
Υποσημειώσεις
[1] [Σ.τ.Μ.] Ή εκψύχωση.
[2] Ο Παύλος Ζαρογιάννης έχει σπουδάσει Ψυχολογία, Γερμανική Λογοτεχνία και Γλωσσολογία στη Γερμανία. Είναι συν-ιδρυτής και συν-διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Focusing (Αθήνα, Θεσσαλονίκη). Προσφέρει εκπαίδευση στη Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική προσέγγιση, συμβουλευτική/ψυχοθεραπεία και εποπτεία, και είναι πιστοποιημένος συντονιστής για την Ελλάδα από το Διεθνές Ινστιτούτο Focusing, Νέας Υόρκης (TIFI). [e-mail: pavloszar@yahoo.com]
[3] O Michael R. Seibel γεννήθηκε στη Γερμανία. Σπούδασε Μουσική και Θέατρο (Πανεπιστήμιο του Saarland). Ζει τα τελευταία 24 χρόνια στην Ελλάδα. MA of Arts στην σκηνοθεσία (Middlesex University London). Υποψήφιος Διδακτορικού του τμήματος Επικοινωνιακών Επισιτισμών και Αισθητικής Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο Hildesheim (θέμα: η σχέση θεάτρου, υποκριτικής και Φαινομενολογίας). Σκηνοθέτησε παραστάσεις Όπερας και Θεάτρου στη Γερμανία και στην Ελλάδα. [e-mail: michseibel@gmail.com]
[4] Ο Νικόλαος Κυπριωτάκης είναι εκπαιδευτικός, Προσωποκεντρικός & Focusing-βιωματικός Θεραπευτής και εκπαιδευτής στη βιωματική διαδικασία του Focusing. Έχει σπουδάσει Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, την οποία ‘διαβάζει’ ως φιλοσοφία. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της Ελληνικής Προσωποκεντρικής και Βιωματικής Εταιρείας (ΕΠΒΕ). Είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού Εποχή | Epoché (Ψυχοθεραπεία, Φαινομενολογία, Ερμηνευτική), εκδόσεις Ευρασία. [e-mail: nikoskypriotakis@gmail.com]
[5] [Σ.τ.Ε.] Δείτε επίσης το αντίστοιχο άρθρο: Emotions outside the box – the new phenomenology of feeling and corporeality, in: Phenomenology and the cognitive sciences, Bd. 10 (2010), S. 241-259 (μτφρ. R.O. Müllan, J. Slaby) [https://link.springer.com/article/10.1007/s11097-011-9195-1]
[6] [Σ.τ.Μ.] Leib: το ζωντανό, υποκειμενικό σώμα, το σώμα όπως το νιώθω, σε αντίθεση με το αντικειμενικό, υλικό, φυσικό σώμα της επιστήμης (Körper). Για τις μεταφραστικές δυσκολίες του όρου δείτε επίσης την υποσημείωση 261 του μεταφραστή Δημήτρη Υφαντή: Heidegger, M. (2015) Σεμινάρια για ψυχιάτρους και ψυχοθεραπευτές. Τα σεμινάρια του Τσόλλικον. Μέρος Α’. Αθήνα: Ροές, σ. 211-212
[7] [Σ.τ.Μ.] mens, λατινικά για πνεύμα, νου.
[8] [Σ.τ.Μ.] Αγγλικά στο πρωτότυπο.
[9] [Σ.τ.Μ.] introjektionistisch: προτιμήθηκε η λέξη εσωτεριστική, αντί του ορθότερου επιθέτου που θα σχηματιζόταν από το ρήμα ενδοβάλλω (ενδοβλητική) ή ενδοπροβάλλω (ενδοπροβλητική).
[10] [Σ.τ.Μ.] Halbdinge: οιονεί-πράγμα, οιονεί οντότητα (πιο απλά, ημι-πράγμα, ημι-οντότητα). Με αυτόν τον όρο ο Schmitz περιγράφει για παράδειγμα τις ατμόσφαιρες. Τα οιονεί-πράγματα έχουν απρόβλεπτη διάρκεια και παρουσία στον χώρο και δεν μπορούν να εγγραφούν ούτε σε μια ψυχή, αλλά ούτε και σε έναν αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο (π.χ. τον γεωμετρικό χώρο) και γι’ αυτό χρειάζεται να αποψυχικοποιηθούν.
[11] [Σ.τ.Μ.] (Σε ολόκληρη την έκταση του κειμένου) Θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί ως συναισθηματική και συγκινησιακή επήρεια.
[12] [Σ.τ.Μ.] Tatsächlichkeit: αποδόθηκε ως γεγονικότητα (από το γεγονικός). Επίσης, θα μπορούσε να αποδοθεί ως γεγονότητα (από το γεγονός) (Γερμανικά: Faktizität, Αγγλικά: factuality, facticity).
[13] [Σ.τ.Μ.] leiblich: επίθετο/επίρρημα που απορρέει από το ουσιαστικό Leib, πρβ. υποσημείωση 6 του παρόντος κειμένου. Η δυσκολία να μεταφραστεί επακριβώς στα ελληνικά δημιουργεί αμηχανία. Τελικά επιλέγεται η λέξη ενσώματος.
[14] [Σ.τ.Μ.: Οι υποσημειώσεις 14, 15, 16 και 17 είναι παραδείγματα από την αγγλική μετάφραση του κειμένου. Παρατίθενται προς διευκόλυνση του αναγνώστη.] Ως τέτοια, η διαφορά από την διακοπείσα διάρκεια η οποία καταβυθίζεται στην ανυπαρξία ανήκει στο αρχέγονο παρόν με αποκεκαλυμμένη ταυτότητα.
[15] Και οι δύο αντίπαλοι, ωστόσο, γίνονται αισθητοί με την μορφή της διαστολής και συστολής στο σώμα κάποιου.
[16] Ένα παράδειγμα: αν μια δυνατή μάζα (μια πέτρα, μια γροθιά) πλησιάζει με τρόπο που να εμποδίζει κάποιον, τότε αυτός θα πηδήξει ή θα παραμερίσει, έτσι ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση. Με αυτόν τον τρόπο όμως αυτός δεν βλέπει το ίδιο του το σώμα και δεν μπορεί να καθορίσει την σχέση και την απόσταση που έχει από το εμποδίζον αντικείμενο. Μάλλον, η όραση συνδέει με αυτό το αντικείμενο και αντιλαμβάνεται αυθορμήτως την υποδηλούμενη κίνηση του εμποδίου. Έτσι, μέσω της διασυνδετικής λειτουργίας της όρασης γεννιέται μια κοινή ζωτική ορμή που καθοδηγεί την κινητική δραστηριότητα και καθιστά δυνατή την ευτυχή αποφυγή. Αυτό είναι σαρκική επικοινωνία. Δημιουργεί μια κοινή ζωτική ορμή αποτελούμενη από συστολή και διαστολή. Σκεφτείτε επίσης την αποφυγή ακίνδυνων ή επικίνδυνων συναντήσεων μέσω της (κατάλληλης) κατεύθυνσης της όρασης σας.
[17] Ιδιαίτερα κατάλληλα παραδείγματα είναι καταστάσεις ξαφνικού κινδύνου που επιζητούν άμεση επίλυση. Κάποιος που οδηγεί ένα αμάξι στην βροχή σε έναν αυτοκινητόδρομο με πυκνή κυκλοφοριακή κίνηση και που αποφεύγει ένα επικείμενο ατύχημα μόνο μέσα από απότομη διαφυγή, φρενάρισμα ή επιτάχυνση, πρέπει μεμιάς να αντιληφθεί τις σχετιζόμενες καταστάσεις, τα προβλήματα σύγκρουσης και τις πιθανές συγκρούσεις σε περίπτωση διαφυγής. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα σε μια εσωτερικά ασαφή νοηματική πληρότητα, εφόσον δεν υπάρχει χρόνος για ανάλυση και επιζητείται μια άμεσα κατάλληλη αντίδραση. Αυτή πραγματοποιείται μέσω μιας ανταγωνιστικής ενσωμάτωσης μέσα στην κατάσταση στον αυτοκινητόδρομο μπροστά (μέσα από τον καθρέπτη οπισθοπορίας), δίπλα και πίσω από το αυτοκίνητο, καθώς και μέσα στο αυτοκίνητο με χέρια, πόδια και όλο το βιωμένο σώμα το οποίο είναι δεκτικό στις δονήσεις που επικοινωνούν το κράτημα του δρόμου και την δομή του.
[18] [Σ.τ.Μ.] Δηλαδή, του ιδιωτικού, του δικού μου, του οικείου.
[19] Στο πρωτότυπο:
Wie at(h)met rings Gefühl der Stille,
Der Ordnung, der Zufriedenheit!
Δείτε, επίσης την μετάφραση:
Οποίον πνέει αίσθημα τριγύρω της γαλήνης
της τάξεως, και της ειρήνης!
(μτφρ. Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθήνα, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, 1924, σ. 135)
[20] Δείτε παρακάτω την αντιστοιχία των λέξεων: κότῳ (ὁ κότος, Αρχαία Ελληνικά, δηλ. η διαρκής, μόνιμη οργή ή θυμός, μνησικακία, έχθρα), Grolls (Γερμανικά) και anger (Αγγλικά). Μια μετάφραση των στίχων στα Ελληνικά, βασιζόμενη στο Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης (Liddell, H. & Scott R., εκδ. Ιωάννη Σιδέρη, Αθήνα: 2001), θα μπορούσε να είχε ως εξής:
Αλλά, για να μάθετε, γιατί δεν ξέρω πώς θα τελειώσει,
έτσι όπως με τ’ άλογα τα ηνία στρέφω έξω απ’ τον δρόμο ̇
γιατί με σέρνει νικημένο ο νους μου ο δυσκυβέρνητος,
και στην καρδιά ο φόβος να τραγουδήσει [είν’] έτοιμος
και να θρηνολογήσει χορεύοντας, με οργή.
Στο πρωτότυπο άρθρο συναντάμε τη μετάφραση (στα Γερμανικά):
Doch, dass ihr’s wisst: nicht weiß ich, wohinaus das treibt.
Gleichsam mit Rossen fahrend, lenk ich aus der Bahn
Seitwärts heraus. Fort reißt mich, den Bezwungnen, fort
Mein Sinn unbändig. Nah dem Herzen macht sich Furcht
Zum Sang bereit, zum Tanz dabei im Ton des Grolls. (Aischylos, Choephoren, Vers 1021-1025)
Στo αντίστοιχο του παρόντος άρθρου (Schmitz, H., Müllan, R.O. & Slaby, J., 2011) στην Αγγλική, συναντάμε τη μετάφραση:
Now listen. At this moment I am like a man
Driving a team of horses and not knowing where
The gallop’s going to end. My wits chafe at the rein
Under my weakened grip, and warry me off the course;
Terror begins to sing at my heart and set it dancing
In anger (Aeschylus 1956, verses 1021–1025).
[21] Επίσης: Schmitz 1964-1980. Συγκεκριμένα: Σύστημα Φιλοσοφίας, τόμος ΙΙΙ, μέρος 3, Βόννη 1973, επανέκδοση Studienausgabe 2005, σελ. 35-43.
Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Εποχή / Epoché (ψυχοθεραπεία, φαινομενολογία, ερμηνευτική)
Τεύχος 8, Ιούνιος 2019
Εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ